ραδόνιο(ν)

ραδόνιο(ν)
το хим. радон

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ραδόνιο(ν)" в других словарях:

  • ραδόνιο — Ραδιενεργό στοιχείο με σύμβολο Rn· ανήκει στην ομάδα μηδέν (ομάδα των ευγενών αερίων) του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 86, ατομικό βάρος 222 και 17 ισότοπα, από τα οποία τα τρία είναι φυσικά. Οφείλει το όνομά του στο… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • αργό — Χημικό στοιχείο, που ανήκει στην ομάδα των ευγενών αερίων. Έχει σύμβολο Ar, ατομικό αριθμό 18 και ατομικό βάρος 39,944· λιώνει στους 189,4°C και βράζει στους 185,4°C κάτω από πίεση μίας ατμόσφαιρας. Ο Χένρι Κάβεντις, μελετώντας τον αέρα το 1785,… …   Dictionary of Greek

  • θορόνιο — το χημ. ισότοπο τού ραδιενεργού χημικού στοιχείου και ευγενούς αερίου ραδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thoron < thor < thorium (πρβλ. θόριον) + on] …   Dictionary of Greek

  • ξένο — Χημικό στοιχείο, αέριο, με σύμβολο Xe. Ανήκει στη μηδενική ομάδα του περιοδικού συστήματος, όπως και τα άλλα ευγενή αέρια (ήλιο, νέο, αργό, κρυπτό και ραδόνιο). Έχει ατομικό αριθμό 54 και ατομικό βάρος 131,3. Ελάχιστα ίχνη του (αναλογία 0,000009% …   Dictionary of Greek

  • ράδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ra· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 88, ατομικό βάρος 226,05 και 13 ισότοπα, όλα ραδιενεργά, τέσσερα από τα οποία συναντώνται στη φύση. Το ανακάλυψαν το 1898 οι Πιερ …   Dictionary of Greek

  • ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται …   Dictionary of Greek

  • ραδιενεργός — ό, θηλ. και ή, Ν (φυσ. χημ.) 1. αυτός που εκπέμπει ραδιενέργεια 2. φρ. α) «ραδιενεργός οικογένεια» βλ. οικογένεια β) «ραδιενεργά ορυκτά» (ορυκτ.) ορυκτά με ραδιενεργές ιδιότητες, τα οποία συνιστούν δύο ομάδες, την ομάδα τού ουρανίου και την ομάδα …   Dictionary of Greek

  • αέρια, ευγενή — Αέρια που έχουν συμπληρωμένη την εξωτερική ηλεκτρονική τους στιβάδα (δύο ηλεκτρόνια το ήλιο και οκτώ τα υπόλοιπα) και γι’ αυτό τον λόγο δεν έχουν την τάση ούτε να αποβάλλουν ούτε να προσλαμβάνουν ηλεκτρόνια, με αποτέλεσμα να είναι χημικά αδρανή,… …   Dictionary of Greek

  • ακτινιόνιο — Ισότοπο 219 του ραδονίου (βλ. λ.ραδόνιο) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»